πανομοιότυπος — η, ο ο εντελώς όμοιος με το πρωτότυπο, αυτός που μοιάζει καταπληκτικά με άλλον: Οι παραχαράκτες κάνουν τα ψεύτικα χαρτονομίσματα πανομοιότυπα με τα αληθινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
ολόιδιος — α, ο 1. εντελώς ίδιος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος 2. εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος … Dictionary of Greek
ομοιότυπος — η, ο (Α ὁμοιότυπος, ον) αυτός που είναι τού ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος νεοελλ. 1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος 2.… … Dictionary of Greek
ομόπτερος — η, ο (Α ὁμόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek